- ἐνισχυρίζομαι
- ἐνισχῡρίζομαι,A rely upon,
τινί D.44.8
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τινί D.44.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενισχυρίζομαι — ἐνισχυρίζομαι (Α) [ισχυρίζομαι] στηρίζομαι, βασίζομαι, εμπιστεύομαι … Dictionary of Greek
ἐνισχυριζόμεθα — ἐνισχυρίζομαι rely upon pres ind mp 1st pl ἐνισχυρίζομαι rely upon imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνισχυριζομένου — ἐνισχυρίζομαι rely upon pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνισχυριζόμενος — ἐνισχυρίζομαι rely upon pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνισχυριοῦνται — ἐνισχυρίζομαι rely upon fut ind mp 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνισχυρίζοντο — ἐνισχυρίζομαι rely upon imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)